- μελλιέρη
- μελλιέρη, ἡ (Α)(στην Έφεσο) αυτή που πρόκειται να γίνει ιέρεια («καὶ τῶν ἐν Ἐφέσῳ περὶ τὴν Ἄρτεμιν ὁμοίως ἑκάστου μελλιέρην τὸ πρῶτον, εἶθ' ἱέρην, τὸ δὲ τρίτον παριέρην καλοῡσι», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + ἱέρεια].
Dictionary of Greek. 2013.